Κυπαρίσσι, Λογκανίκος, Βεργαδέικα, Φουντέικα, Άγ. Κωνσταντίνος (Ρεγκόζενα), Αγόριανη, Γεωργίτσι, Αλευρού, Καστόρειο (Καστανιά), Λουσίνα, Ντεμήρου (Κάστωρ), Καστρί, Νέα Λιβερά, Σερβέικα, Bορδόνια (Λόπεση, Παπαδιάνικα, Επάνω Χώρα, Σουλήνα, Κάμπος, Όραχος), Καραβάς, [Σελλασία, Κονιδίτσα], Παρδάλι, Πελλάνα, Περβόλια
Με αυτή την καταπληκτική θέα του Ταϋγέτου μεγαλώσαμε στον τόπο μας ...από μικρά παιδιά

..κατά παράφραση του κόμικ "Asterix & Ovelix: "Σε ένα χωριό της Λακωνίας δυο ανυπότακτοι χωριάτες είπαν να φτιάξουν το δικό τους μπλογκάδικο"
Βασικά θέματα ...με μια ματιά:
Αναρτήσεις:

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

9.3. Β) Η Β. Λακωνία σε κείμενα μεταβυζαντινών συγγραφέων.

 Η Πελλάνα ως ονομασία φαίνεται πως δεν υπήρχε κατά την διάρκεια της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας {Βυζαντινής}, ενώ γενικά η περιοχή της βόρειας Λακωνίας ονομαζόταν Λακεδαιμονία. 
 Τα κείμενα που ακολουθούν αναφέρονται στην εποχή μετά την πτώση της Κων/πολης, όταν στην Πελοπόννησο, που είχε μοιραστεί στους δύο αδελφούς του αυτοκράτορα Κων/νου Παλαιολόγου, τον Θωμά και τον Δημήτριο, επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση λόγω της διαρκούς έριδας ανάμεσά τους. Πιο συγκεκριμένα, εξιστορούν τα γεγονότα μετά την κατάληψη του Μυστρά το 1460 από τον ίδιο τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή, ο οποίος στην συνέχεια κατέλαβε όλα τα υπόλοιπα κάστρα που υπήρχαν στους πρόποδες του Ταυγέτου: πρώτα την ανυπεράσπιστη Βορδώνια, κατόπιν, μετά από σκληρή μάχη με τον ήρωα Προινοκοκά, το  Καστρί (από το κάστρο του αυτό φαίνεται ότι πήρε την ονομασία του το χωριό), ενώ έπειτα πιο βόρεια το Λεοντάρι καθώς και το Γαρδίκι.

1. Γεώργιος Φραντζής (1401-1480), “Χρονικόν”, κεφ. υνθ΄-υξ΄:
 […] Και τούτων δη των προρρηθέντων κακών εις τον άπαντα του Μορέως αθλίου τόπον γινομένων, ελθόντος και φωσσάτου μερικού έξωθεν, κατέδραμον τον τόπον άπαντα, ίνα, άπερ κακά παρέλιπον οι οικήτορες και κύριοι αυθένται και άρχοντες, ουκ από προαιρέσεως αλλ’ από αδυναμίας πράξωσιν αυτοί, του μεν ενός των δεσποτών εχθροί όντες, του δε άλλου τάχα φίλοι. ον δη δεσπότην και εχθρόν κυρ Θωμάν εις τα περί το Λεοντάριν ευρόντες και διώξαντες και αιχμαλωτίσαντες, έπειτα φέροντες το κατουνοτόπιον ήτοι τας τένδας αυτών πλησίον των οσπητίων του Λεονταρίου έθηκαν, είτ’ εξελθόντες απήλθον εις τα περί τον Μυζηθράν και τον φίλον αυτών δεσπότην, και απ’ εκεί διέβησαν νικηταί και μετά πολλού κέρδους ζώων τε και ανθρώπων. Μόλις ουν ποτέ εννοήσαντες οι αυθένται και αδελφοί το κακόν της εαυτών μάχης. και συναχθέντες εις το Καστρίτζιν εποίησαν τάχα όρκους ειρήνης και του της Λακεδαιμονίας (μητροπολίτου) μετά του σάκκου αυτού λειτουργήσαντος, οπόταν του Χριστιανούς μετά φόβου Θεού και πίστεως προσελθείν επιβοώσιν οι ιερείς, προσελθόντες οι αυθένται και αδελφοί και ομόσαντες, έμεινεν, ως ηκούσαμεν, ο δεσπότης κυρ Δημήτριος εν τοις συμπεφωνημένοις μέχρι τινός. και πάλιν ην ο αυτός, ως ουδενός καινού γεγονότος. [...] Και ήρξαντο πάλιν τα κακά και έτι, των χθες τοιούτων φρικτών όρκων λυθέντων, και έπραττεν ο καθείς κατά του ετέρου το ηδύνατο τας ελπίδας [...].
 […] Ο δ’ αμηράς την μεν βασίλισσαν και θυγατέραν οικονομήσας έστειλεν έξω μετά τινων των αυτού και αυτής, τον δε δεσπότην ήγε και έφερε μεθ’ εαυτού. Ελθόντες ουν εις την Βορδονίαν  και το Καστρίτζιν, οι μεν εις την Βορδονίαν γενναίοι άρχοντες αυτής φοβηθέντες έφυγον αφέντες αυτήν, οι δε εις το Καστρίτζιν τάχα μέχρι τινός αντισταθέντες και πολεμήσαντες τέλος προσεκύνησαν, και κατελθόντες στεφανωθήναι υπέρ των ανδραγαθημάτων αυτών, ους μεν αυτών εκαρατόμησεν, ους δε εις πάλους εκάθισε, τον δε Προινοκοκάν εκδείρας ετελείωσεν, άξιον τέλος των εργασιών και πράξεων απολαύσαντος. Ελθόντος δ’ αυτού δη του αμηρά και εις τα περί το Λεοντάριν και αυτό το Λεοντάριν, και ευρών αυτό έρημον ανθρώπων, αυτό μεν απήραν. εις δε το Γαρδίκιν, ένθα οι άνθρωποι ως ισχυρότερον απήλθον φυλαχθησόμενοι, απελθών επολεμήθη μέχρι τινός παρά των Λεονταριτών. τέλος δε εδουλώθησαν. και εγένοντο πάντες παρανάλωμα μαχαίρας συν γυναιξί και παισί.
βλ. Google books
 Και ενώ έγιναν αυτά τα κακά που προαναφέρθηκαν σε όλο τον τόπο του άθλιου Μοριά, όταν ήρθε και μερικό στράτευμα από έξω, επέδραμαν σε ολόκληρο τον τόπο, για να πράξουν αυτοί, όχι από επιλογή αλλά από αδυναμία, όσα κακά παρέλειψαν οι οικήτορες και κυρίαρχοι αφέντες και άρχοντες, με το να είναι εχθροί προς τον ένα άρχοντα, ενώ φίλοι τάχα προς τον άλλον. Τον άρχοντα λοιπόν και εχθρό τους Θωμά [Παλαιολόγο] αφού τον βρήκαν στην περιοχή του Λεονταρίου, τον κυνήγησαν και τον αιχμαλώτισαν, έπειτα αφού έφεραν τον καταυλισμό τους, δηλ. τις σκηνές τους, τον έβαλαν πλησίον των σπιτιών του Λεονταρίου και κατόπιν αφού εξήλθαν, πήγαν στην περιοχή του Μυστρά και στον άρχοντα φίλο τους [Δημήτριο Παλαιολόγο] και από εκεί διάβηκαν ως νικητές μαζί με μεγάλο κέρδος από ζώα και ανθρώπους. Τότε λοιπόν πια οι αφέντες και αδελφοί εννόησαν το κακό από την διαμάχη μεταξύ τους. Και αφού συγκεντρώθηκαν στο Καστρίτζι έκαναν τάχα όρκους ειρήνης και ενώ λειτουργούσε ο μητροπολίτης Λακεδαιμονίας φορώντας τον ιερατικό σάκκο του, όταν οι ιερείς φωνάζουν τους χριστιανούς να προσέλθουν με φόβο Θεού και πίστη, αφού προσήλθαν οι αφέντες και αδελφοί και αφού ορκίστηκαν, παρέμεινε, όπως ακούσαμε, ο άρχοντας Δημήτριος στα συμπεφωνημένα μέχρι κάποιο διάστημα. Και πάλι έγινε ο ίδιος, σαν να μην είχε γίνει τίποτε καινούριο. [...] Και άρχισαν πάλι τα κακά και επιπλέον, αφού καταπατήθηκαν οι παλαιοί τόσο φρικτοί όρκοι, έπραττε ο καθένας εναντίον του άλλου ό,τι μπορούσε [...].
  Ο αμηράς όμως προικονομώντας έστειλε έξω την βασίλισσα και την κόρη του μαζί με μερικούς δικούς του και δικούς της, ενώ τον άρχοντα [Δημήτριο] τον πήρε μαζί του. Όταν ήρθαν λοιπόν στην Βορδόνια και στο Καστρίτζι, οι μεν γενναίοι άρχοντες στην Βορδόνια έφυγαν, επειδή φοβήθηκαν, εγκαταλείποντάς την, οι δε στο Καστρίτζι, αφού αντιστάθηκαν τάχα μέχρις ενός σημείου και πολέμησαν, στο τέλος προσκύνησαν και καθώς κατέβηκαν για να στεφανωθούν για τα ανδραγαθήματά τους, άλλους από αυτούς τους αποκεφάλισε, άλλους τους παλούκωσε, ενώ τον Προινοκοκά τον σκότωσε γδέρνοντάς τον, βρίσκοντας αντάξιο τέλος για τα έργα και τις πράξεις του. Και όταν ήρθε ο αμηράς στην περιοχή του Λεονταρίου και στο ίδιο το Λεοντάρι και το βρήκε έρημο από ανθρώπους, το κατέλαβαν. Στο Γαρδίκι όμως, όπου κατέφυγαν οι άνθρωποι για να προφυλαχθούν ως πιο ισχυρό που ήταν, όταν έφθασε, συνάντησε αντίσταση για κάποιο διάστημα από τους Λεονταρίτες, αλλά στο τέλος υποδουλώθηκαν. Και έγιναν όλοι παρανάλωμα της μαχαίρας μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά.

2. Κριτόβουλος ο Ιμβριώτης (1410-1470), “Βίος του Μωάμεθ Β΄”, τόμος Α΄, παρ. 124, 129:
 Άρας εκείθεν ο βασιλεύς συνεπαγόμενος άμα και τον δεσπότην Δημήτριον αφικνείται εις τι πολίχνιον ερυμνότατον πάντη το παρά την υπώρειαν του μεγάλου όρους της Σπάρτης κείμενον ου πόρρω του άστεως Καστρίον ονομαζόμενον, και στρατοπεδευσάμενος αυτού προσφέρει λόγους τοις εν αυτώ περί τε εκδόσεως εαυτών τε και του πολίσματος. Οι δε πιστεύοντες εαυτοίς και τη οχυρότητι του φρουρίου, ην γαρ άλλως απότομον και απόκρημνον το χωρίον και τραχύ και ανάντες πάντη και μίαν μόνον πάροδον έχον και ταύτην τριπλώ τείχει περιπεφραγμένον τε και κατησφαλισμένον. Και αυτοί γαρ ήσαν άνδρες λογάδες ωσεί τετρακόσιοι, ου παρεδέξαντο τους λόγους του βασιλέως, αλλά κλείσαντες τας πύλας εκαρτέρουν.
 […] Βασιλεύς δε τους μεν άνδρας εκέλευσεν αποσφαγήναι πάντας, ευθύς, όσοι παρελείφθησαν τω πολέμω, τριακοσίους όντας, παίδας δε και γυναίκας ηνδραποδίσατο, την δε πολίχνην κατέσκαψεν.
βλ. Google books
 Ξεκίνησε από εκεί ο βασιλιάς [Μωάμεθ Β΄] παίρνοντας μαζί του και τον άρχοντα Δημήτριο και φθάνει σε μια πολίχνη πάρα πολύ οχυρή από παντού, κοντά στους πρόποδες του μεγάλου όρους της Σπάρτης, που βρίσκεται όχι μακριά από την πόλη και ονομάζεται Καστρί και αφού στρατοπέδευσε εκεί προτείνει λόγους σε αυτούς που ήταν μέσα για να παραδώσουν τους εαυτούς τους και την πολίχνη. Αυτοί όμως, επειδή πίστευαν στους εαυτούς τους και στην οχυρότητα του φρουρίου, γιατί ήταν απότομο και απόκρημνο το μέρος και τραχύ και ανηφορικό από παντού, και έχει μία μόνο πρόσβαση και αυτή είναι με τριπλό τείχος, και είναι περιφραγμένο και πάρα πολύ ασφαλές. Και αυτοί ήταν περίπου τετρακόσιοι άνδρες, που δεν δέχθηκαν τις προτάσεις του βασιλιά, αλλά αφού έκλεισαν τις πύλες περίμεναν.
 […] Ο βασιλιάς όμως τους μεν άνδρες διέταξε να τους σφάξουν όλους, αμέσως, όσοι αιχμαλωτίσθηκαν στην μάχη, τα δε παιδιά και τις γυναίκες τους πήρε ως δούλους, ενώ την πολίχνη την κατέσκαψε.

3. Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1430-1490), “Αποδείξεις ιστοριών” (Migne, Patrologia Graeca):
 […] Οι δε Έλληνες χρόνον πολύν μαχόμενοι ουκ ηδύναντο ως αμύνεσθαι προς άλλους και άλλους του βασιλέως. Απείπον δη, προσώκησαν δε εις ομολογίαν τω βασιλεί. Τούτους μεν ουν, ως την ακρόπολιν παρέλαβε, πάντας απαγαγών εις έναν χώρον κατέσφαξε, γενομένους του σύμπαντος εις τριακοσίους και τον άρχοντα αυτών τη υστεραία χωρίς έτεμεν το σώμα πονησόμενον.
βλ. Scribd (download)
 […] Οι Έλληνες όμως πολεμώντας για πολύ ώρα δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τους όλο και περισσότερους [στρατιώτες] του βασιλιά [Μωάμεθ Β΄]. Απόκαμαν πλέον και προχώρησαν για να παραδοθούν στον βασιλιά. Αυτούς λοιπόν, μόλις παρέλαβε το φρούριο, αφού τους μετέφερε όλους σε ένα τόπο, τους κατέσφαξε, συνολικά τριακόσιους, και τον αρχηγό τους την άλλη ημέρα του διχοτόμησε το σώμα για να τον βασανίσει.
Πελλ. Α - Πελλ. Β

Δεν υπάρχουν σχόλια: