Κυπαρίσσι, Λογκανίκος, Βεργαδέικα, Φουντέικα, Άγ. Κωνσταντίνος (Ρεγκόζενα), Αγόριανη, Γεωργίτσι, Αλευρού, Καστόρειο (Καστανιά), Λουσίνα, Ντεμήρου (Κάστωρ), Καστρί, Νέα Λιβερά, Σερβέικα, Bορδόνια (Λόπεση, Παπαδιάνικα, Επάνω Χώρα, Σουλήνα, Κάμπος, Όραχος), Καραβάς, [Σελλασία, Κονιδίτσα], Παρδάλι, Πελλάνα, Περβόλια
Με αυτή την καταπληκτική θέα του Ταϋγέτου μεγαλώσαμε στον τόπο μας ...από μικρά παιδιά

..κατά παράφραση του κόμικ "Asterix & Ovelix: "Σε ένα χωριό της Λακωνίας δυο ανυπότακτοι χωριάτες είπαν να φτιάξουν το δικό τους μπλογκάδικο"
Βασικά θέματα ...με μια ματιά:
Αναρτήσεις:

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

10.7. Γ-11) Ξένοι περιηγητές: Γκυστάβ Φλωμπέρ.

 Χάρη στον αναγνώστη μας, Γιώργο Κ., προσθέσαμε και το ακόλουθο κείμενο στην σειρά αυτή των κειμένων από περιηγητές.
 Πρόκειται για τις εντυπώσεις ενός Γάλλου συγγραφέα, ο οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα, μαζί με τον φίλο του Μαξίμ Ντυ Καν, και την περιηγήθηκε από τον Δεκέμβριο του 1850 ως τα τέλη Ιανουαρίου του 1851. Είναι ο περίφημος Γουσταύος Φλωμπέρ (γεννήθηκε το  1821 και απεβίωσε το 1880), ο οποίος εφτά χρόνια αργότερα θα γινόταν πλέον διάσημος ως συγγραφέας με το έργο του «Μαντάμ Μποβαρύ». 
 --- . ---
 Στο παρακάτω απόσπασμα ο συγγραφέας ξεκινάει από την Σπάρτη ακολουθώντας την παλαιά "δημοσιά" οδό που υπήρχε παράλληλα προς τον Ευρώτα και φθάνει στο χωριό που αναφέρεται ως Γιωργιτζιάνικα (Καλύβια), όπου υπάρχει μια εκκλησία χαμηλότερα, καθώς και κάποια σπίτια ψηλότερα. Κατά την συνήθεια των "ρεαλιστών" λογοτεχνών της εποχής του, περιγράφει με υπερβολική λεπτομέρεια καθημερινές σκηνές του χωριού με τους ανθρώπους και τα ζώα τους...
 Μας μιλάει αρχικά για ένα σπίτι με αλώνι, όπου υπάρχει ένας ετοιμοθάνατος, καθώς και μια γριά με τσεμπέρι στο κεφάλι της, ενώ σε ένα άλλο σπίτι, όπου καταλύει τελικώς, συναντάει άλλη μια γριά γυναίκα που τον εντυπωσιάζει με την αριστοκρατική της εμφάνιση!
 Και αναρωτιόμαστε: μήπως αυτή η εκκλησία που αναφέρει είναι ο ναός του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται κοντά στην Άσπρη Βρύση. Μας πληροφόρησαν, όμως, πως το 1850 η εκκλησία αυτή δεν υπήρχε (βλ. σχόλια). Πράγματι, στο υπέρθυρο μάρμαρο της εισόδου του αναγράφεται ότι οικοδομήθηκε το 1887, αλλά πιθανόν να υπήρχε κάποιο παλαιότερο εκκλησάκι στην θέση του.. Μήπως, επίσης, το πρώτο από αυτά τα σπίτια ήταν το χάνι του Γιώργη Μιχαλόπουλου (πατέρας του Ηλία), που είχε αλώνι μπροστά [εκεί απέναντι από τον Αη-Γιώργη]; Το δεύτερο σπίτι μήπως ήταν το χάνι του αδελφού του Γιώργη, δηλ. του Δημήτρη Μιχαλόπουλου (Τσέκερη), που είχε στο σόι του γυναίκες με τέτοια χαρακτηριστικά; Ή μήπως το σπίτι με το αλώνι ίσως να ήταν το χάνι του Σιγαλού, παππού της Βαγγελάκαινας (βλ. σχόλια), του οποίου τα ερείπια υπήρχαν μέχρι πρόσφατα στον κάμπο μας, εκεί προς στα Σιγαλέικα. (βλ. σχετικά με αυτό και το άρθρο μας 10.13. Γ-17, Χ. Π. Κορύλλος)
 Ποιοι να ήταν, άραγε, αυτοί οι πρόγονοί μας ...που τους κατέγραψε ο εν λόγω διάσημος συγγραφέας σχεδόν κινηματογραφικά, ...και δεν το ξέρανε πως θα παρέμεναν για πάντα ζωντανοί μες στα γραπτά του;

11) Gustave Flaubert (Γκυστάβ Φλωμπέρ), “Lettres de Grèce” (Το ταξίδι στην Ελλάδα),
μετάφραση: Π. Α. Ζάννας, εκδ. Δ.Ο.Λαμπράκη, Αθήνα 2010, σελ. 155-158:
 Πέμπτη, 30 Ιανουαρίου 1851. 
 – Πέρασα το πρωινό ράβοντας τα δεσίματα από τα σπιρούνια μου, κάτι που μ’ εκνευρίζει τρομερά. Στις 11 και μισή, ο διοικητής της χωροφυλακής, στον οποίο είχε πάει ο Μαξ για να πληροφορηθεί αν ήταν απαραίτητο να πάρουμε συνοδεία, έρχεται να μας κάνει επίσκεψη και παραμένει πάνω από μισή ώρα να μας πονοκεφαλιάζει κουβεντιάζοντας για την πολιτική κατάσταση.
 Φυσάει και κάνει κρύο, έχεις την εντύπωση πως ο καιρός καθαρίζει κάπως· βγαίνουμε από τη Σπάρτη με συνοδεία δύο χωροφύλακες και επιστρέφουμε στο θέατρο. Δεν απομένει παρά μόνο το ημικυκλικό σχήμα, από χώμα, και δύο πέτρινοι δρόμοι ή άκρες τοίχου στην κάθε πλευρά. Τα αρνιά σ’ αυτό που μοιάζει με στρογγυλή τους μάντρα, περιφέρονται αδιάκοπα σε κύκλους και βελάζουν όλα μαζί.
 Ακολουθούμε τον ίδιο χθεσινό δρόμο, ανάμεσα στους πράσινους λόφους και τον Ευρώτα, μία διαδοχή από μικρές τούρλες· στην άκρη του ποταμού, πράσινα χωράφια, καλάμια, μουριές, αργυρόφυλλες λεύκες αλλά σπάνιες, ίριδες, ευφόρβια· στην άλλη πλευρά του ποταμού, ένα είδος τοίχου κόκκινου και ίσιου, με ξεκάθαρη γραμμή στην ενιαία κορυφή του.
 Ο Ταΰγετος χαμηλώνει όσο τον ακολουθούμε με κατεύθυνση δυτική· τα φρύδια από τις μακρόστενες τούρλες του είναι σταχτιά, τα ενδιάμεσα είναι σκούρα πράσινα και σκεπασμένα ελάτια, υπογραμμίζοντας έτσι τις σκιές, τις κοιλότητες, καθώς οι προεξοχές φωτίζονται· η κορυφή είναι σκεπασμένη χιόνι, και τα χιόνια τα σκεπάζουν σύννεφα, στοιβάζονται από αυτή τη μεριά, πάνω στο βουνό, και αφήνουν σιγά σιγά όλο τον υπόλοιπο ουρανό πιο καθαρό.
 Ακολουθώντας πάντα τους πρόποδες του Ταΰγετου, ή μάλλον τη μικρή χαμηλή λοφοσειρά που σχηματίζει ένα κορδόνι μπροστά του, εγκαταλείπουμε σε λίγο τον Ευρώτα, και βρισκόμαστε στην όχθη ενός άλλου ποταμού με τα ίδια χαρακτηριστικά: είναι ο ποταμός Ίρις (Ήρη). Λεύκες αργυρόφυλλες, ασπρουδερές ακροποταμιές, ο δρόμος σε ορισμένα σημεία ακουμπάει στο βουνό. Περνάμε στη βάση ενός μικρού υδραγωγείου που διοχετεύει το νερό ενός μύλου, ύστερα ο δρόμος γυρίζει δεξιά.
 Ο ποταμός Ίρις είναι αρκετά πλατύς, κίτρινος όπως ο Ευρώτας σε ένα σημείο· στην άλλη πλευρά, στην αριστερή όχθη, υπολείμματα προβλήτας, κυκλώπειες πέτρες.
 Όσο προχωράμε, έχεις την εντύπωση πως ο Ταΰγετος χαμηλώνει και πως τα βουνά από την άλλη πλευρά υποχωρούν όλη η κοιλάδα, στενή ως τώρα, πλαταίνει και καταλήγει σ’ ένα τεράστιο πέταλο.
 Αριστερά, σε μικρό ύψος, το χωριό Γιωργιτζιάνικα. – Η εκκλησία χαμηλά, σπίτια πιο ψηλά. – Καταλύουμε σ’ ένα άσπρο σπίτι, ένα γουρούνι και γαλοπούλες τρώνε σ’ ένα είδος λιθόστρωτου κύκλου, αλώνι που σχηματίζει ένα λιακωτό στην αυλή.
 Ο Φραγκίσκος επιστρέφει να μας αναγγείλει πως το καλύτερο δωμάτιο είναι πιασμένο από έναν ετοιμοθάνατο και ψάχνει να μας βρει άλλο κατάλυμα· μένω να κοιτάζω τον Ταΰγετο και περισσότερο το γουρούνι, τους δύο κούρκους και κάτι κότες. [...].
 Στο σπίτι αυτό ήταν μια γριά γυναίκα που φορούσε στα μαλλιά της ένα μακρύ κόκκινο κορδόνι που έβγαινε κάτω από το τσεμπέρι της και έπεφτε ως κάτω από τη γάμπα.
 Μας βρίσκουν κατάλυμα σε άλλο σπίτι: γριά με μαύρα μαλλιά, λεπτή μύτη, μορφή αριστοκρατική. Πόσες γυναίκες γεννημένες μαρκησίες υπάρχουν που πλατσουρίζουν ξυπόλητες στις κοπριές!
Το σκυλί ενός από τους χωροφύλακές μας γαβγίζει όλους τους περαστικούς, κρύβεται όμως και καταφεύγει κάτω από τα πόδια του αλόγου του αφεντικού του, μόλις αντικρίσει μερικά σκυλιά. [...].
Γεωργιτζιάνικα, ώρα 7 1/2 
Παρασκευή 31.  
Η κοιλάδα δεν τελειώνει αμέσως, κλεισμένη σε πέταλο, όπως μου φάνηκε χθες από μακριά, βλέποντας την τούρλα που μοιάζει να την φράζει και που πάνω της βρίσκονται τα Γιωργιτζιάνικα. Ο Ταΰγετος, αριστερά, χαμηλώνει και τα βουνά που βρίσκονται δεξιά πλησιάζουν και χαμηλώνουν κι αυτά. Μικρά ρυάκια που βγαίνουν κάτω από τη χλόη, καταρράκτες με ύψος ένα πόδι, δεντράκια, λυγαριές κλπ., διαδοχικά λεκανοπέδια. Προχωράμε σε μια σειρά από μικρά φαράγγια σκεπασμένα βαλανιδιές νάνους· οι βαλανιδιές νάνοι αποτελούν μόνες τους τα τριάμισι τέταρτα της βλάστησης της Πελοποννήσου. Μερικές κουμαριές, σπάνιες. 
[......] Το Λεοντάρι φανερώνεται ξαφνικά, σε ένα ύψωμα που δεσπόζει πάνω στην πεδιάδα της Μεγαλόπολης. [...].
Πελλ. Α - Πελλ. Β

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τό 1850 Ο Αγιος Γεώργιος δέν υπήρχε.
Τό σπίτι μέ τό αλώνι ίσως νά ήταν τό χάνι τού Σιγαλού (παππού τής)
Βαγγελάκαινας. Είχε επικοινωνία μέ πανδοχείο (χάνι) από Δημητσάνα.

Pell-Fan A ... είπε...

Πολύτιμες και αυτές οι πληροφορίες... Για αυτό και θα τις εντάξουμε αμέσως στο άρθρο μας. Ευχαριστούμε πολύ.